-
1 λεύκιππος
λεύκιππος, -ον1 with white horses φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν Persephone O. 6.95 “λευκίππων δὲ δόμους πατέρων, κεδνοὶ πολῖται, φράσσατέ μοι σαφέως” i. e. of the noble ancestors of Jason P. 4.117 λευκίπποισι Καδμείων μετοικήσαις ἀγυιαῖς (by hypallage for λευκίππων Καδμ.) P. 9.83 λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται fr. 202. -
2 Μυκηναῖος
1 inhabitant of Mykenai λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται ( Μυκαναίων Schr.) fr. 202. -
3 προφάτας
1 prophetγείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60
ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.6
Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ]ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.42
λευκίππων Μυκηναίων προφᾶται (- άτᾳ coni. Bergk, i. e. Amphiareus) fr. 202. met., ἐγκιρνάτω τίς μιν (sc. κρατῆρα),γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский